πομπικός

πομπικός
-ή, -ό / πομπικός, -όν, ΝΜΑ [πομπή]
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει σε πομπή
αρχ.
1. (για ύφος λόγου) εντυπωσιακός
2. μτφ. πομπώδης, πολυτελής, επιδεικτικός
3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πομπικά
είδος ρητορικού λόγου.
επίρρ...
πομπικώς/ πομπικῶς ΝΑ και πομπικά Ν
νεοελλ.-αρχ.
κατά τρόπο πομπικό
μσν.
για δημιουργία εντυπώσεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • πομπικός — of masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπικά — πομπικός of neut nom/voc/acc pl πομπικά̱ , πομπικός of fem nom/voc/acc dual πομπικά̱ , πομπικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπικώτερον — πομπικός of adverbial comp πομπικός of masc acc comp sg πομπικός of neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπικόν — πομπικός of masc acc sg πομπικός of neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπικαῖς — πομπικός of fem dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπικοῖς — πομπικός of masc/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπικοί — πομπικός of masc nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπικοῦ — πομπικός of masc/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπικούς — πομπικός of masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πομπικῆς — πομπικός of fem gen sg (attic epic ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”