- πομπικός
- -ή, -ό / πομπικός, -όν, ΝΜΑ [πομπή]αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή χρησιμεύει σε πομπήαρχ.1. (για ύφος λόγου) εντυπωσιακός2. μτφ. πομπώδης, πολυτελής, επιδεικτικός3. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ πομπικάείδος ρητορικού λόγου.επίρρ...πομπικώς/ πομπικῶς ΝΑ και πομπικά Ννεοελλ.-αρχ.κατά τρόπο πομπικόμσν.για δημιουργία εντυπώσεων.
Dictionary of Greek. 2013.